Ο Γάλλος που έγινε Μακεδόνας

Ο Γάλλος που έγινε ΜακεδόναςΜε βαριά καρδιά ο πρόξενος Κριστιάν Τιμονιέ αφήνει τη ΘεσσαλονίκηΤης Γιωτας ΜυρτσιωτηΜε ένα τσίμπημα στην καρδιά εγκαταλείπει τη Θεσσαλονίκη για τη Νάπολη ο Γάλλος πρόξενος Κριστιάν Τιμονιέ. Αμοιβαία τα αισθήματα και για τους Θεσσαλονικείς, καθώς αποχαιρετούν έναν δικό τους άνθρωπο. Εναν δραστήριο διπλωμάτη, μια πολυσχιδή προσωπικότητα που καλλιεργούσε με εκπληκτική μαεστρία την ελληνογαλλική συνεργασία σε πολλά επίπεδα.Στη διάρκεια της τετραετίας του, όποια πέτρα σήκωνες, τον Κριστιάν Τιμονιέ έβρισκες. Κρατώντας διπλό τιμόνι, ως γενικός πρόξενος και ως γενικός διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου (από τον Σεπτέμβριο του 2011) άνοιγε συχνά το σπίτι του στη Λ. Νίκης. Ετσι, είχε την ευκαιρία να ανακαλύψει το DNA των κατοίκων της πολυπολιτισμικής Θεσσαλονίκης. Ανοιγε ταυτόχρονα και τη βεντάλια της συντονισμένης δράσης του σε έργα, πρωτοβουλίες αλληλεγγύης στη Θεσσαλονίκη, αλλά και σε όλη τη βόρεια Ελλάδα.«Ο διπλός ρόλος (προξενείου και  ινστιτούτου) σε απορροφά ολοκληρωτικά, παρέχει όμως και τη δυνατότητα σύγκλισης, στο μέτρο του δυνατού, της πολιτικής με την οικονομία και τον πολιτισμό. Εχουμε πίστη στο μέλλον αυτής της πόλης και η κρίση μάς δίνει έναν καινούργιο λόγο ύπαρξης», ανέφερε στην «Κ» λίγο πριν αναλάβει τα διπλά του καθήκοντα στη νότια Ιταλία.Βιώνοντας τις κοινωνικές αλλαγές της χώρας από το 2008, ο Γάλλος διπλωμάτης λειτουργούσε έχοντας στην άκρη του μυαλού του ότι «οι ευκαιρίες για γαλλοελληνικές σχέσεις δεν πρέπει να χάνονται. Η πνευματική μας σχέση μετράει για μια Ευρώπη που αναζητεί τον δρόμο της». Τον δρόμο της, κατά την άποψή του, πρέπει να βρει και η Θεσσαλονίκη: «Η Θεσσαλονίκη δυσκολεύεται εδώ και έναν αιώνα να εκπληρώσει την αποστολή της ως πόρτα διεξόδου για τα Βαλκάνια: έχει εγκλωβιστεί μεταξύ του μεγάλου πολιτιστικού- οικονομικού παρελθόντος και της σημερινής πραγματικότητας. Οι φιλοδοξίες είναι υψηλές αλλά οι πραγματικές δυνατότητες, περιορισμένες. Η αυξανόμενη ανισορροπία με την Αθήνα, η έλλειψη εκμετάλλευσης των προσόντων της από μια ολοκληρωμένη πολιτική περιορίζουν τις ικανότητες ανέλιξής της. Η κρίση που βιώνουμε αναδεικνύει φυσικά ακόμη περισσότερο το χάσμα. Η γεωγραφική της θέση, οι ζωντανές της δυνάμεις θα μπορούσαν να ωφελήσουν και να ωφεληθούν από συγκροτημένες πρωτοβουλίες: η αποτυχία της Ζώνης Καινοτομίας όπως και η επιτυχημένη πορεία του ΕΚΕΤΑ θα πρέπει να μας βάλουν σε σκέψη».Ο ίδιος πάντως δύσκολα έχανε ευκαιρίες. Οι μέρες του έχουν ταυτιστεί με μεγάλες εκθέσεις (η Μακεδονία στο Λούβρο και το Λούβρο στη Θεσσαλονίκη ως ανταπόδοση τον Οκτώβριο), με ανακαινίσεις της αίθουσας του ινστιτούτου (χορηγία της εταιρείας Ντασώ) και του κοιμητηρίου των Γάλλων στρατιωτών (Ζέιτενλικ), με το πάρκο Γαλλίας, το πρωτόκολλο συνεργασίας με τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα, με συμμετοχές σε οικονομικές, πολιτικές, κοινωνικές και αναρίθμητες πολιτιστικές εκδηλώσεις. Στη μνήμη του όμως μια βραδιά θα του μείνει αξέχαστη: «Στο Δίον, όπου οι κάτοικοι μου απένειμαν τον τίτλο του επίτιμου δημότη, κάνοντάς με έτσι να αισθάνομαι και λίγο Μακεδόνας».Περιμένοντας τον αντικαταστάτη του, Christophe Le Rigoleur, σε λίγες μέρες, απολαμβάνει αγαπημένες του συνήθειες: περπάτημα στα στενά της Ανω Πόλης, μόνος ή με φίλους.  Πρωινός ελληνικός καφές με κουλούρι Θεσσαλονίκης και εφημερίδα στην άδεια πόλη. «Βλέπετε, αυτό που μου αρέσει είναι πολύ απλό. Κι όμως. Ελάχιστοι σερβίρουν ελληνικό καφέ. Ακατανόητο. Η Ελλάδα πρέπει να παραμείνει δεμένη με τον τρόπο ζωής της».Αν τον ρωτήσεις τι θα του λείψει, «οι φίλοι μου», απαντά και ομολογεί πως του στοίχισε πολύ όταν δύο από αυτούς μετανάστευσαν σε χώρες της Ευρώπης λόγω κρίσης. «Πιστεύουν ότι οι διπλωμάτες φεύγουν ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω τους. Δεν είναι έτσι. Η ζωή μας είναι ένα πλέγμα. Η μετάθεση όμως αποτελεί μέρος της αποστολής μας. Πρόσωπα και ιδέες πρέπει να ανανεώνονται. Συνήθως όταν φεύγω από μια πόλη δεν νιώθω θλίψη. Τη Θεσσαλονίκη όμως αλλά κι ολόκληρη την περιοχή δεν την εγκαταλείπεις δίχως ένα τσίμπημα στην καρδιά. Ας μην ξεχνάμε ότι έγινα και λίγο Μακεδόνας».