Στην πλειονότητα τους τα Κράτη-μέλη διαθέτουν ένα σύστημα καθορισμού των μισθών το οποίο βασίζεται σε συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ εκπροσώπων των εργαζομένων και του εργοδότη. Ωστόσο, σε κάποια από τα νέα κράτη μέλη όπως Εσθονία, Λιθουανία, Πολωνία, Λετονία, οι κοινωνικοί εταίροι ίσως να μην είναι τόσο καθιερωμένοι όσο σε κάποια από τα 15 παλιότερα κράτη-μέλη (EU15 Member States), με αποτέλεσμα οι συλλογικές διαπραγματεύσεις για τις αμοιβές να μην είναι τόσο διαδεδομένες (Eurofound, 2009). Στην περίπτωση αυτή, γίνονται κατά βάση ατομικές συμφωνίες μεταξύ εργοδότη και εργαζομένων.
Ακόμη όμως κι εκείνες οι χώρες για τις οποίες οι συλλογικές διαπραγματεύσεις έχουν κεντρικό ρόλο, εμφανίζουν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους ως προς το επικρατέστερο επίπεδο (εθνικό, ανά τομέα κτλ.) της συλλογικής διαπραγμάτευσης, τη διασύνδεση μεταξύ των διαφόρων επιπέδων αλλά και το ρόλο της νομοθεσίας, η οποία σε πολλές περιπτώσεις ενισχύει το εν λόγω σύστημα.
Γενικά, η διαμόρφωση των μισθών είναι μια σχετικά περίπλοκη διαδικασία καθώς λαμβάνει υπόψη ένα εύρος παραγόντων όπως την παραγωγικότητα, τους εταιρικούς προϋπολογισμούς, το ρυθμό του πληθωρισμού, την οικονομική ανάπτυξη, τα επίπεδα ανεργίας και απασχόλησης καθώς και την προσφορά και ζήτηση εργασίας. Ένα μικρό σύνολο χωρών (Βέλγιο, Κύπρος, Λουξεμβούργο, Μάλτα) χρησιμοποιεί ακόμα και σήμερα ένα σύστημα αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των μισθών ως ένα τρόπο σύνδεσης της εξέλιξης του μισθού με την πραγματική εξέλιξη του κόστους ζωής ώστε ο πληθωρισμός να μην ξεπεράσει τους πραγματικούς μισθούς (Eurofound, 2011).
Όσον αφορά στους κατώτατους μισθούς στην Ευρώπη, διαφαίνεται μια μεγάλη ποικιλομορφία ως προς τη νομοθεσία και τις ακολουθούμενες πρακτικές. Η πλειονότητα των Ευρωπαϊκών χωρών έχει θεσπίσει κάποιο κατώτατο μισθό σε εθνικό επίπεδο αν και παρατηρούνται μεγάλες αποκλίσεις ως προς το επίπεδό του, το μηχανισμό που καθορίζει την αύξησή του καθώς και την κάλυψη που προσφέρει. Κάποιες χώρες, όπως η Γερμανία, η Αυστρία και οι χώρες τις Σκανδιναβίας, καθορίζουν τον ελάχιστο μισθό μέσα από συλλογικές διαπραγματεύσεις σε κλαδικό επίπεδο, ενώ άλλες δε διαθέτουν κάποιο θεσπισμένο ή επίσημα καθορισμένο κατώτατο μισθό.
Διαφορές μεταξύ των χωρών παρατηρούνται και ως προς το μηχανισμό καθορισμού του κατώτατου μισθού, όπου αυτός υφίσταται. Έτσι, σε κάποιες χώρες η κυβέρνηση παίζει καθοριστικό ρόλο, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στο Βέλγιο, στην Ελλάδα και στη Γαλλία, ενώ σε άλλες περιπτώσεις ο κατώτατος μισθός συμφωνείται μετά από διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης με τους κοινωνικούς εταίρους, κάτι που ισχύει για παράδειγμα για την Ισπανία, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία.
Οι συλλογικές διαπραγματεύσεις μπορούν να λάβουν χώρα για εθνικό, κλαδικό και ανά επιχείρηση επίπεδο. Διαπραγμάτευση σε εθνικό επίπεδο συνεπάγεται ότι η διαμόρφωση των μισθών προσδιορίζεται από την εθνική εισοδηματική πολιτική η οποία καθορίζεται είτε από την κυβέρνηση σε διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, είτε από τριμερής συμφωνίες. Ο μισθός που καθορίζεται σε εθνικό επίπεδο μπορεί να αποτελέσει ένα πλαίσιο για τις διαπραγματεύσεις σε επίπεδο τομέα και επιχείρησης (πχ. Βέλγιο). Σε άλλες χώρες παρόλο που η διαπραγμάτευση λαμβάνει χώρα για διάφορα επίπεδα (articulated bargaining) δεν υπάρχει επίσημος συντονισμός μεταξύ των διαφόρων επιπέδων (Κύπρος, Τσεχία). Αρκετές χώρες, παρόλα αυτά, έχουν υιοθετήσει ένα σύστημα όπου οι συνθήκες για χαμηλότερα επίπεδα μπορούν να βελτιωθούν μόνο στη βάση όσων ισχύουν για υψηλότερα επίπεδα (περίπτωση Αυστρίας, Βελγίου, Ρουμανίας, Ελλάδας και Γερμανίας). Η διαπραγμάτευση ανά τομέα επίσης υπερισχύει σε πολλές χώρες όπως για παράδειγμα στην Αυστρία, τη Δανία, τη Γερμανία, την Ολλανδία, την Πορτογαλία, τη Σλοβακία, τη Σλοβενία και τη Σουηδία. Τέλος σε κάποιες χώρες οι διαπραγματεύσεις είναι αποκεντρωμένες και αφορούν σε επίπεδο εταιρείας ή επιχείρησης. Χώρες οι οποίες έχουν υιοθετήσει το σύστημα αυτό είναι η Κύπρος, η Τσεχία, η Μάλτα και το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ μια αυξανόμενη τάση για συμφωνίες σε εταιρικό επίπεδο παρατηρείται στην Ολλανδία και τη Σουηδία.
Η διαμόρφωση των μισθών σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα διαφέρει μεταξύ των χωρών. Τα κυβερνητικά όργανα δεν παίζουν κάποιο ρόλο στη διαμόρφωση των αμοιβών του ιδιωτικού τομέα, καθώς στην προκειμένη περίπτωση ο καθορισμός τους διέπεται από τις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Εξαίρεση αποτελούν οι χώρες εκείνες όπου λαμβάνουν χώρα τριμερής διαπραγματεύσεις και η κυβέρνηση διαδραματίζει ρόλο (Φινλανδία, Ιρλανδία). Αντίθετα, όσον αφορά στους μισθούς του δημοσίου τομέα ο ρόλος της είναι καθοριστικός καθώς η τελική απόφαση εναπόκειται σ’ αυτήν, αν και τα διάφορα μέρη μπορούν να διαπραγματευτούν. Σε κάποιες χώρες, τέλος, η κυβέρνηση μπορεί να παρέμβει εάν κριθεί ότι η πορεία που επιδεικνύουν οι μισθοί το απαιτεί.
Οι χώρες της Ευρωπαϊκής ένωσης στις οποίες η κυβέρνηση έχει ρόλο στη διαμόρφωση των αμοιβών του δημοσίου τομέα μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη, ανήκουν εκείνες όπου το Κοινοβούλιο έχει το μοναδικό λόγο πάνω στο θέμα των δημοσίων αμοιβών. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η Εσθονία, η Λιθουανία, το Λουξεμβούργο, και η Λετονία. Στη δεύτερη κατηγορία, υπάρχει διαπραγμάτευση μεταξύ διαφόρων φορέων και κράτους. Στην κατηγορία αυτή υπάγονται η Αυστρία, το Βέλγιο, η Ελλάδα, η Ισπανία, η Φινλανδία, η Ουγγαρία, η Ιρλανδία, η Ιταλία, η Μάλτα, η Πολωνία, η Πορτογαλία, η Σλοβακία και το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου στις περισσότερες περιπτώσεις το Κοινοβούλιο ορίζει την αύξηση των αμοιβών μετά τη λήξη των διαπραγματεύσεων.