Οι σαμουράι , όπως τουλάχιστον παρουσιάζονται στην ιαπωνική ιστορία, ήταν μια τάξη άφοβων και βίαιων πολεμιστών, που ουσιαστικά κυριάρχησε στην Ιαπωνία για περισσότερα από 600 χρόνια, από τα μέσα του 12ου αιώνα. Η θέση τους στο κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο της ιαπωνικής φεουδαρχίας υπήρξε σημαντική, καθώς λειτούργησαν αρκετές φορές ως ρυθμιστές της ροής των ιστορικών γεγονότων. Απέκτησαν παγκόσμια φήμη για τις ικανότητές τους στο χειρισμό των όπλων, ιδιαίτερα στο ξίφος, και τα κατορθώματά τους έγιναν θρύλοι της ενδοχώρας.
Η λέξη σαμουράι προέρχεται από το ιαπωνικό ρήμα σαμoρό ή σαμπουρό και χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να περιγράψει τους προσωπικούς υπηρέτες των πλούσιων και πανίσχυρων γαιοκτημόνων του 8ου αιώνα στην Ιαπωνία. Ορισμένοι από αυτούς του γαιοκτήμονες ήταν αριστοκράτες, ευγενείς που είχαν εγκαταλείψει τη βασιλική αυλή του Κιότο, την πρωτεύουσα, προκειμένου να αναζητήσουν την τύχη τους. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκε σταδιακά ένα δίκτυο φυλών ή «οικογενειών» με τη διευρυμένη έννοια. Έτσι, όμως, η κεντρική διακυβέρνηση της χώρας έχασε τη δύναμή της, ενώ ο νόμος και η τάξη ετηρείτο πλέον από τις διαφορετικές οικογένειες. Οι οικογένειες εξοπλίστηκαν με την πάροδο του χρόνου, ώστε να μπορούν να προστατέψουν τη γη τους και τους ανθρώπους τους. Τούτο ήταν και το έναυσμα για την ανάπτυξη της τάξης των σαμουράι, πάνω σε έναν αρχαιότερο κώδικα που ήδη είχαν αναπτύξει οι πολεμιστές Γιαγιόι.
•
Η ιαπωνική πολεμική τάξη
Ήδη από το τέλος της περιόδου Χεϊάν (794-1185), οι πολεμιστές της Ιαπωνίας αποκαλούνταν μπούσι, ένας όρος που εισήχθηκε από την Κίνα. Στις πιο πρώιμες εποχές οι αυλικοί που ανέμεναν τις εντολές του αυτοκράτορα ονομάζονταν σαμπούρο-μπίτο, από το ρήμα σαμπουρό, που σημαίνει υπηρετώ ή περιμένω εντολές. Οι μπούσι πολεμιστές, που είχαν αναλάβει τη φύλαξη του αυτοκράτορα, έγιναν γνωστοί ως σαμπουράι. Περίπου στο τέλος του 13ου αιώνα οι κληρονομικοί πολεμιστές, οι αξιωματούχοι που υπηρετούσαν τους πρίγκιπες, οι δικαστικοί και άλλα άτομα των ανώτερων τάξεων ονομάζονταν επίσης σαμπουράι. Στην πορεία του χρόνου το όνομά τους άλλαξε για να είναι ευκολοπρόφερτο κι έτσι έγιναν οι γνωστοί μας σαμουράι. Η περίφημη πλέον τάξη των πολεμιστών σαμουράι ενδυναμώθηκε περισσότερο με τη θέσπιση ενός θεσμού από τον Γιοριτόμο Μιναμότο, λίγα χρόνια πριν εγκαθιδρύσει την πρώτη κυβέρνηση σόγκουν στη χώρα.
Ο πόλεμος έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της Ιαπωνίας. Εμπόλεμες φυλές έλεγχαν ένα μεγάλο τμήμα της χώρας. Αυτές οι φυλές είχαν συνήθως ως αρχηγό κάποιον απόγονο της αυτοκρατορικής οικογένειας, ενώ οι πόλεμοί τους σχετίζονταν κυρίως με τον έλεγχο των λιγοστών καλλιεργήσιμων εκτάσεων, καθώς μόνο το 20% της ιαπωνικής γης είναι κατάλληλη για καλλιέργεια. Οι σαμουράι απέκτησαν δύναμη μέσα από αυτές τις συνεχόμενες μάχες ανάμεσα στις τρεις κύριες φυλές: την πατριά Μιναμότο, την πατριά Φουτζιβάρα και την πατριά Τάιρα. Στην πορεία του χρόνου οι σαμουράι έγιναν αυτοδύναμη τάξη περίπου το 12ο αιώνα, αν και ο όρος σαμουράι αναφερόταν κυρίως στους ιππότες-ευγενείς, ενώ ο όρος μπούσι αναφερόταν στους πολεμιστές. Κάποιοι από αυτούς σχετίστηκαν με την άρχουσα τάξη, ενώ άλλοι ήταν απλοί μισθοφόροι. Απέδιδαν πλήρη υποταγή στο φεουδάρχη τους (νταΐμιο) κι έπαιρναν ως αντάλλαγμα γη και αξιώματα. Κάθε νταΐμιο χρησιμοποιούσε τον ή τους σαμουράι του για να προστατέψει τη γη του ή να επεκτείνει τη δύναμή του και τα δικαιώματά του σε περισσότερη γη.
Κερδίζοντας μια σειρά μαχών στην επαρχία, ο Γιοριτόμο Μιναμότο πήρε άδεια από τον αυτοκράτορα να εγκαθιδρύσει ένα σύστημα φύλαξης των επαρχιών και διατήρησης της τάξης, που ονομάστηκε σούγκο. Σύντομα η θέση του σούγκο έγινε κληρονομική και ενίσχυσε την ανάπτυξη μιας ελίτ τάξης επαγγελματιών πολεμιστών. Με το πέρασμα των χρόνων οι οικογένειες των πολεμιστών αναπτύχθηκαν σε φυλές, οι οποίες ξεπέρασαν σε δύναμη τους ευγενείς απόγονους της αυτοκρατορικής αυλής. Οι σούγκο ανέπτυξαν έναν κώδικα βασισμένο στις αρχές του Κομφουκιανισμού και του Ζεν Βουδισμού, που έγινε γνωστός ως Μπουσίντο, ή ο Δρόμος του Πολεμιστή. Τούτος ο κώδικας υπαγόρευε κυριολεκτικά όλες τις όψεις της ζωής τους και επηρέασε τη συνολικήπολιτισμική εικόνα της Ιαπωνίας. Η ουσία του κώδικα μπουσίντο ήταν η πλήρης υπακοή στο φεουδάρχη άρχοντα, η απόλυτη θέλησή τους να δώσουν και τη ζωή τους ακόμη για την προστασία της ζωής και της τιμής του κυρίου τους. Επιπλέον, απαιτούσε σκληρή εκπαίδευση στις πολεμικές τέχνες κι έναν εξευγενισμένο κώδικα συμπεριφοράς που υπαγόρευε τη συμπεριφορά και τις πράξεις τους.
Σημαντικό κομμάτι αυτού του κώδικα ήταν η τελετουργική τέλεση αυτοκτονίας για τη διαφύλαξη της τιμής του σαμουράι. Σε αντίθετη περίπτωση ατιμαζόταν1 και το κοινωνικό περιβάλλον τον απόδιωχνε. Έτσι, όσοι δεν ακολουθούσαν τον κώδικα μπουσίντο, γίνονταν μέθυσοι, ζητιάνοι ή κλέφτες και επίφοβοι δολοφόνοι. Η κατακραυγή ήταν τέτοια, ώστε αρκετοί κατέφευγαν τελικά στην τελετουργική αυτοκτονία ή απειλούσαν πλούσιους άρχοντες πως θα αυτοκτονήσουν μέσα στο σπίτι τους2, για να τους δώσουν τροφή και χρήματα. O κώδικας των σαμουράι εφαρμοζόταν τόσο για τους άντρες όσο και για τις γυναίκες, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την ύπαρξη και γυναικών σαμουράι. Ιδιαίτερη κατηγορία των σαμουράι ήταν οι χαταμότο, η ανώτατη τάξη πολεμιστών, προσωπική φρουρά του σόγκουν. Κατά τη διάρκεια του Σογκουνάτου Τοκουγκάβα (1600-1867), οι χαταμότο ήταν άμεσοι υποτελείς του σόγκουν και η ετήσια αμοιβή τους ήταν τουλάχιστον 10.000 μπούσελ ρύζι.
Όσον αφορά στον εξοπλισμό των σαμουράι και εδώ παίζει σημαντικό ρόλο η παράδοση. Οι αρχαίοι πολεμιστές Γιαγιόι κατασκεύασαν όπλα, εξοπλισμό κι έναν κώδικα που διήρκεσε επί αιώνες, για να γίνει τελικά αναπόσπαστο κομμάτι της παράδοσης των σαμουράι. Ανάμεσα στα πρώιμα όπλα διακρίνονται τα τόξα, τα βέλη και τα ξίφη. Ο οπλισμός περιελάμβανε επίσης ένα κράνος που προστάτευε το κεφάλι και το λαιμό, ένα θώρακα για το στήθος, επωμίδες και επιβραχιόνια, καθώς και περίζωμα για την περιοχή της κοιλιάς. Αργότερα, στον οπλισμό προστέθηκαν προστατευτικά καλύμματα για τους μηρούς και τις κνήμες. Στην πραγματικότητα, ο οπλισμός άλλαζε, όσο άλλαζαν και οι διαδικασίες της μάχης.
Η μεγαλύτερη αλλαγή έγινε κατά τον 5ο αιώνα, όταν έγινε εισαγωγή του αλόγου στην Ιαπωνία. Μια άλλη μεγάλη αλλαγή έγινε κατά τον 15ο αιώνα, εξαιτίας της μεγάλης διάρκειας του πολέμου και της εισαγωγής των πυροβόλων όπλων στη μάχη. Έτσι, ο κώδικας τιμής των σαμουράι την εποχή του αλόγου, επηρεασμένος σαφώς από τον ανάλογο κώδικα τιμής των κινέζων πολεμιστών κατά τη διάρκεια της μάχης, ονομαζόταν Κιούμπα νο Μίτσι και Μπουσίντο. Οι σαμουράι ανέπτυξαν μεγάλη επιδεξιότητα, τόσο στην έφιππη μάχη, όσο και στη δυνατότητά τους να πολεμούν πεζοί^ τόσο στην ένοπλη όσο και στην άοπλη μάχη. Ωστόσο, οι σαμουράι της πρώιμης εποχής έδιναν έμφαση στη χρήση του τόξου, και του ξίφους, γεγονός που οδήγησε στην ανάπτυξη μιας ολόκληρης φιλοσοφίας γύρω από την τέχνη της τοξοβολίας, του Κιούντο5, και του Δρόμου του Ξίφους.
Χρησιμοποιούσαν τα ξίφη για μάχη εκ του συστάδην και για να αποκεφαλίζουν τους εχθρούς τους. Οι μάχες με τους Μογγόλους στα τέλη του 13ου αιώνα οδήγησαν σε μια αλλαγή στις τεχνικές μάχης. Άρχισαν να χρησιμοποιούν το ξίφος, τις λόγχες και το ναγκινάτα τους περισσότερο, γεγονός που τους οδήγησε στην ανάπτυξη τεχνικών μάχης στο έδαφος. Στα τέλη του 16ου αιώνα οι σαμουράι άρχισαν να φορούν δύο ξίφη. Το ένα ήταν μακρύ (ντάιτο-κατάνα) και μεγαλύτερο από 60 εκ. Το άλλο ήταν κοντό (σότο-γουαζικάσι), 30-60 εκ. Οι σαμουράι έδιναν συχνά ονόματα στα ξίφη τους και πίστευαν πως αντιπροσώπευαν την «ψυχή» της πολεμικής τους δεξιότητας.
Τα αρχαιότερα ξίφη ήταν ευθύγραμμα και ο σχεδιασμός τους προήλθε από την Κίνα και την Κορέα. Η επιθυμία των σαμουράι για σκληρότερα και πιο κοφτερά ξίφη οδήγησε στην καμπύλη λεπίδα που γνωρίζουμε σήμερα. Η κατασκευή του ξίφους ξεκίνησε μετά την εισαγωγή του σιδήρου και την εξειδίκευση των μεταλλουργών στην κατεργασία του ατσαλιού. Η βάση της κατεργασίας του ήταν ο σίδηρος και ο άνθρακας. Οι κατασκευαστές χρησιμοποιούσαν φωτιά, νερό, σφυρί και αμόνι για να δώσουν σχήμα στα ξίφη τους. Κατόπιν η λεπίδα ετοιμαζόταν για το γυάλισμα και το τελικό φινίρισμα. Το επόμενο στάδιο ήταν η δοκιμασία του ξίφους. Οι δοκιμαστές δοκίμαζαν τη νέα λεπίδα στα κορμιά ή τα πτώματα καταδίκων. Ξεκινούσαν κόβοντας τα μικρότερα οστά του σώματος, για να φτάσουν σε μεγαλύτερες οστικές μάζες. Συχνά τα αποτελέσματα της δοκιμής καταγράφονταν στο νακάγκο7, τη λαβή του ξίφους.
Παρά την καθαρά στρατιωτική δομή τους, οι Σαμουράι άσκησαν μεγάλη επίδραση στα πολιτικά δρώμενα της Ιαπωνίας από το τέλος του 11ου αιώνα, παίρνοντας τη θέση της αριστοκρατίας. Παρόλο που η τάξη τους καταργήθηκε το 1868, χρησιμοποιήθηκαν ευρέως ως το 1945 σε ποικίλα κρατικά αξιώματα. Ακόμη και σήμερα, σε ορισμένες αγροτικές περιοχές της Ιαπωνίας, οι απόγονοι των σαμουράι φεουδαρχών αρχόντων χαίρουν μεγάλου σεβασμού.
Η προέλευση
Ήδη από το 300 ., κατά την έναρξη της εποχής Κοφούν, στα νησιά που βρίσκονται ανατολικά της Ασίας ήταν γνωστή η καλλιέργεια του ρυζιού. Τούτη η καλλιέργεια υπήρξε το υπόβαθρο για μεγάλες πολιτισμικές και κοινωνικές αλλαγές στα νησιά, οι οποίες οδήγησαν στην ενοποίηση των διάσπαρτων φυλών και τη γέννηση του ιαπωνικού έθνους. Και τούτο γιατί μαζί με την καλλιέργεια πρόβαλε το γεγονός της ιδιοκτησίας της γης, μια διαδικασία που δυτικότερα ξεκίνησε ήδη από το 9.000 Π.Κ.Ε. Με αυτόν τον τρόπο τα χαλαρά σύνορα ανάμεσα στις μικρές νομαδικές φυλές απέκτησαν ξαφνικά ένα ζωτικό ενδιαφέρον. Οι άνθρωποι συγκεντρώθηκαν γύρω από μικρές κοινότητες, για να μοιραστούν αφενός το μόχθο της σποράς και του θερισμού, αφετέρου για να υπερασπιστούν τις αποθηκευμένες σοδειές από όσους τις επιβουλεύονταν. Μαζί λοιπόν με την κατοχή της γης ξέσπασε κι ο πόλεμος. Η ανάπτυξη της γεωργίας είχε ως αποτέλεσμα την απόσυρση ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού από τις κυνηγετικές ασχολίες και βέβαια την αποδυνάμωση των καλλιεργητικών ικανοτήτων. Ωστόσο, ορισμένοι είχαν τη φυσική δυνατότητα να πολεμούν καλύτερα από τους άλλους. Αυτοί ακριβώς έγιναν πολεμιστές και το αρχικό τους καθήκον ήταν να προστατεύουν την κοινότητα από τις επιθέσεις των άλλων φυλών ή ληστρικών ομάδων που εποφθαλμιούσαν την περιουσία της κοινότητας. Με το πέρασμα του χρόνου, όμως, εξαιτίας της δύναμής τους έγιναν αρχηγοί των φυλών και οι πόλεμοι που διεξήγαγαν, οδήγησαν στην ενοποίηση των μικρότερων κοινοτήτων, καθώς οι μεγάλες φυλές απορροφούσαν και αφομοίωναν τις μικρότερες.
Η ιαπωνική κοινωνία του 3ου αιώνα ήταν μια σύνθεση πολλών φυλών, που διέθεταν αρκετή δύναμη να ξεκινήσουν έναν πόλεμο, προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους. Τούτη η πορεία είναι που σε σύντομο χρονικό διάστημα οδήγησε στην κοινωνική ενοποίηση. Περίπου το 200 η κινεζική αυλή του Χαν είχε δεχθεί τους αντιπρόσωπους τουλάχιστον 30 φυλών από το βόρειο Κιούσου, μέσω των γραφείων τους στην κορεατική χερσόνησο. Οι πρόγονοι των Ιαπώνων είχαν πολύ περισσότερους λόγους να στρέφουν την προσοχή τους προς τα δυτικά παρά στις ερημιές του βορρά, καθώς εκεί έβρισκαν τα υλικά και την τεχνολογία που χρειάζονταν για την ανάπτυξη του δικού τους πολιτισμού –ιδιαίτερα τον κορεατικό σίδηρο και την τεχνογνωσία για την κατασκευή των όπλων.
Λίγο μετά την πτώση του Χαν, κατά το 220 οι ίδιες φυλές ξεκίνησαν τον πόλεμο κατά των Μογγόλων. Οι πολεμιστές εκείνης της εποχής πολεμούσαν πεζοί με τόξα, ξίφη και λόγχες. Υπήρχαν πανοπλίες, αλλά το πιθανότερο είναι πως οι περισσότεροι διέθεταν μόνον ασπίδες. Το ατσάλι και ο ορείχαλκος είχαν έλθει στα ιαπωνικά νησιά μαζί με το ρύζι και συνεπώς γνώριζαν πώς να χρησιμοποιούν αυτά τα μέταλλα. Ωστόσο, η προχωρημένη τεχνολογία και οι καλύτερες πρώτες ύλες έρχονταν από την ηπειρωτική Ασία. Περίπου το 300 άρχισε μια περίοδος θρησκευτικής, πολιτικής και στρατιωτικής συνένωσης των ανεξάρτητων φυλών, με κυρίαρχη ανάμεσά τους τη φυλή Γιαμάτο. Σε τούτη τη συνένωση έλαβαν μέρος φυλές από τη βόρεια και τη νότια Χόνσου. Οι Γιαμάτο είχαν τη δύναμη περισσότερο γιατί υποστηρίζονταν από πολλές φυλές, παρά γιατί έκαναν κατακτητικούς πολέμους. Ήταν φυσικό, λοιπόν, να επηρεάσουν πολιτισμικά τούτη την πρωτογενώς ενοποιημένη κοινωνία, αν και διοικητικά πολλές τοπικές φυλές παρέμειναν σχετικά ανεξάρτητες.
Οι αρχαιολογικές ανασκαφές δείχνουν ότι πολλοί τύμβοι κατασκευασμένοι εκείνη την εποχή διέθεταν πολλές ομοιότητες μεταξύ τους, αν και ήταν διεσπαρμένοι σε πολλά σημεία της επικράτειας. Αν μη τι άλλο δείχνουν πολιτισμική ενότητα, αλλά και τη δύναμη που ασκούσαν κάποιες φυλές πάνω στις άλλες. Οι επιδρομές των Γιαμάτο στην κορεατική χερσόνησο ήταν συχνές και οδήγησαν σταδιακά στη μόνιμη εγκατάστασή τους στη Μιμάνα, στην άκρη της χερσονήσου. Από την εκεί μόνιμη παρουσία τους εξασφαλιζόταν η ροή της τεχνολογίας και του πολιτισμού. Περίπου το 400 Π.Κ.Ε. οι Γιαμάτο συνειδητοποίησαν από τους εχθρούς τους πως έπρεπε να μάθουν να πολεμούν έφιπποι.
Ως τότε τα άλογα, αν και είχαν εισαχθεί στην ιαπωνική γη, δε χρησιμοποιούνταν για τον πόλεμο. Μέχρι την εμφάνιση του αναβολέα στην Κίνα κατά τον 1ο αιώνα, ήταν πολύ πιθανότερο να πέσει ο ιππέας από τη ράχη του αλόγου, παρά να καταφέρει να ρίξει το βέλος. Με τους αναβολείς να τον στηρίζουν αμφίπλευρα και μια σέλα να κρατάει τα γόνατά του, ο ιππέας μπορούσε να στέκεται, να χρησιμοποιεί τα πόδια του για να καθοδηγεί το άλογο, να ρίχνει βέλη και να κραδαίνει το ξίφος του. Με τη μεγάλη για τις περιστάσεις ταχύτητά του, το άλογο παρείχε πλεονεκτική θέση στον ιππέα έναντι του πεζού κι έτσι λιγοστοί ιππείς μπορούσαν να τα βάλουν με υπέρτερους αριθμητικά πεζικάριους.
Οι Γιαμάτο συμμετείχαν ενεργά στις πολιτικές και πολιτισμικές εξελίξεις της κορεατικής χερσονήσου με συμμαχίες, πολέμους, ακόμα και γάμους ανάμεσα στις διαφορετικές αυλές. Οι Γιαμάτο και οι Παϊκτσέ, για παράδειγμα, συμμάχησαν ενάντια στη φυλή Σίλα και ως σύμμαχοι προχώρησαν σε ανταλλαγή γνώσεων και υλικών. Γραφείς έφθασαν στην αυλή των Γιαμάτο σχεδόν αμέσως μετά τις πρώτες επαφές και ακολούθησε ο Βουδισμός το 538. Σιδηρουργοί, οπλουργοί και άλογα ταξίδεψαν για την Ιαπωνία. Γύρω στο 600 το 1/3 της αυλής των Γιαμάτο αποτελείτο από ξένους μετανάστες, που έγιναν δεκτοί εξαιτίας των γνώσεων και των δεξιοτήτων τους σε συγκεκριμένους τομείς. Με τον καιρό οι Γιαμάτο ανέπτυξαν τόσο πολύ τις ικανότητές τους και τα προϊόντα τους, ώστε τα όπλα και τα άλογά τους άρχισαν πλέον να εξάγονται πίσω στους Παϊκτσέ, ώστε να βοηθούν στις μάχες. Οι εξωτερικοί πόλεμοι δεν είναι το μόνο που απασχολούσε τους Γιαμάτο, καθώς η εσωτερική ενότητα των φυλών δεν ήταν δεδομένη.
Πριν από τον 6ο αιώνα ο Μεγάλος Άρχοντας ήταν ο θρησκευτικός και πολιτικός ηγέτης του έθνους. Δεν του είχε αποδοθεί ακόμα το θεϊκό κύρος. Η θέση ήταν κληρονομική, αλλά δίχως κανόνες διαδοχής. Κάθε Μεγάλος Άρχοντας είχε αρκετές συζύγους κι έτσι δεν ήταν προφανές το ποιος θα ήταν ο διάδοχος. Από την άλλη οι εξωτερικές φυλές προσπαθούσαν να αποκτήσουν τη δική τους επιρροή στην αυλή, παντρεύοντας τις κόρες τους με πρίγκιπες, με την ελπίδα κάποιο από τα παιδιά τους να γίνει Μεγάλος Άρχοντας. Υποστήριζαν αυτά τα παιδιά δολοφονώντας τους αντιπάλους τους ή πολεμώντας ανταγωνιστικές φυλές. Έτσι, όταν δολοφονούταν κάποιος επιλεγμένος πρίγκιπας, χρειαζόταν μεγάλη έρευνα για να βρεθεί ο κληρονόμος του, που κρυβόταν προσεκτικά από τους ανταγωνιστές του.
Ο πόλεμος στην κορεατική χερσόνησο οδήγησε τελικά στην απώθηση των Γιαμάτο από τη Μινάμα το 562. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των ηπειρωτικών πολέμων, πριν και μετά την απώθησή τους οι Γιαμάτο, όντας επιδέξιοι έφιπποι τοξότες, ήταν χρήσιμοι πολεμιστές για τους συμμάχους τους. Οι πολεμιστές που έστελναν στην ηπειρωτική Ασία είχαν άλογα μικρόσωμα και γρήγορα, τα οποία δεν έντυναν με πανοπλία, προκειμένου να έχουν το πλεονέκτημα της ταχύτητας. Συνήθως χρησιμοποιούσαν βέλη. Τραβούσαν το ξίφος τους όταν τελείωναν τα βέλη. Αυτός είναι ο λόγος που η πανοπλία αυτών των πρώιμων σαμουράι ήταν σχεδιασμένη έτσι, ώστε να προστατεύει από τα βέλη. Το 663, με την υποστήριξη της κινεζικής δυναστείας Τανγκ, οι Σίλα επικράτησαν των Γιαμάτο και των Παϊκτσέ. Οι Κινέζοι χρησιμοποιούσαν μια νέα τακτική στο πεδίο της μάχης με τη μαζική χρησιμοποίηση πεζών τοξοτών. Μετά τη νίκη τους οι Σίλα προχώρησαν στην ενοποίηση της χερσονήσου και οι Γιαμάτο, διαισθανόμενοι τον κίνδυνο της έξωθεν εισβολής, αναδιπλώθηκαν για να υπερασπιστούν το εσωτερικό της χώρας. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια τούτης της εσωτερικής συγκρότησης ο Μεγάλος Άρχοντας πέθανε και επακολούθησε εμφύλιος πόλεμος.
Τελικά ο Τέμου ήταν εκείνος που κέρδισε τον εμφύλιο κατά του αδελφού του και έγινε ο πρώτος Ουράνιος Πολεμιστής Αυτοκράτορας της Ιαπωνίας. Έχοντας πίσω του την εμπειρία της ήττας από τους Κινέζους και φοβούμενος την εισβολή τους, ο Τέμου οργάνωσε στρατιωτικά την Ιαπωνία, εισάγοντας καινοτομίες όπως η στρατολόγηση χωρικών για τη φύλαξη των συνόρων με όπλα που κατασκεύαζε και διένειμε η κυβέρνηση. Επίσης, η θητεία στα σύνορα έγινε υποχρεωτική για όλες τις φυλές και για διάστημα τριών ετών. Διαρκώς εκπαιδεύονταν ιππείς και πεζοί στην τοξοβολία, την ξιφομαχία και τη λόγχη, ενώ υπήρχε ειδικό σώμα πελταστών. Ο Τέμου γνώριζε και την αξία της διπλωματίας. Αρκετές αποστολές στάλθηκαν στην Κίνα, αποφεύγοντας προσεκτικά την κορεατική χερσόνησο.
Σε αυτές τις πρώτες άμεσες επαφές τους με τη δυναστεία Τανγκ, οι Γιαμάτο άρχισαν να αναφέρονται στη γη τους ως Νιπόν, «πηγή του ήλιου» ή «χώρα του ανατέλλοντος ηλίου», όπως μας είναι σήμερα γνωστή. Οι Κινέζοι πρόφεραν τους ίδιους χαρακτήρες ως Τζιπέν, το όνομα που έφερε ο Μάρκο Πόλο πίσω στην Ευρώπη τον 13ου αιώνα. Η πεδιάδα του Κάντο στην κεντρική Χόνσου ήταν ιδανική για την εκτροφή αλόγων, αλλά και για την εκπαίδευση πολεμιστών. Εξαιτίας των ικανοτήτων τους στο κυνήγι και τις μάχες με τους βόρειους βαρβάρους, τους «Εμίσι», οι πολεμιστές Κάντο ήταν οι καλύτεροι της Ιαπωνίας. Τελικά, εξαιτίας της μεγάλης τους δεξιοτεχνίας, έγιναν οι καλύτεροι φύλακες των συνόρων. Μάλιστα, ορισμένα από τα πρώτα διαθέσιμα γραπτά κείμενα της ιαπωνικής ιστορίας είναι ποιήματα γραμμένα από πολεμιστές για την υπηρεσία τους ως φύλακες των συνόρων. Ο Τάιρα Ταντανόρι (1144-1184) Με το πέρασμα του χρόνου και καθώς η απειλή της εισβολής από την ηπειρωτική Ασία μειώθηκε, οι επιδρομές των Εμίσι έγιναν περισσότερο πιεστικές. Έτσι, τον 8ο αιώνα στρατολογημένοι πεζικάριοι και ιππείς από το Κάντο στάλθηκαν βόρεια για να υποτάξουν τις φυλές υπό τον έλεγχο της αυτοκρατορικής αυλής. Όμως, οι Εμίσι ήταν ιππείς γοργοί σαν τον άνεμο και χρησιμοποιούσαν την τακτική του ανταρτοπόλεμου. Οι στρατιές του αυτοκράτορα δεν ήταν αποτελεσματικές και συχνά έχαναν τις μάχες. Ο πόλεμος έγινε δαπανηρός για τον αυτοκράτορα, που έπρεπε διαρκώς να κατασκευάζει σιδηρές πανοπλίες σε αντικατάσταση των άχρηστων σκουριασμένων. Το αποτέλεσμα ήταν μια θεαματική στροφή προς το δέρμα για την κατασκευή της πανοπλίας. Στο τέλος, περίπου, του 8ου αιώνα ο πολεμιστής που μάχεται στα βόρεια σύνορα της Χόνσου, ταιριάζει ουσιαστικά στο ιστορικό μοντέλο του κλασικού Ιάπωνα πολεμιστή.
Είναι η εποχή κατά την οποία η αυλή του αυτοκράτορα εξαρτάται τόσο πολύ από τους άνδρες της πεδιάδας του Κάντο, ώστε οι αυλικοί προσωπικά δεν έπαιρναν τα όπλα. Επίσης, είναι η περίοδος κατά την οποία χρησιμοποιείται ο όρος σαμουράι, ο οποίος, εκτός από την παραδοσιακή του έννοια «εκείνοι που υπηρετούν», είχε και μια υποτιμητική έννοια όταν χρησιμοποιείτο από φαντασμένους και φιλόδοξους αυλικούς. Τούτοι οι πολεμιστές πολεμούν πάνω στη ράχη του αλόγου, ενώ χρησιμοποιούν το τόξο ως κύριο όπλο τους και ένα ξίφος με νέο σχεδιασμό, τον οποίο αντέγραψαν από τα καμπυλωτά ξίφη των Εμίσι.
Αυτό είναι το ιστορικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η προβολή του σαμουράι πολεμιστή ως στρατιωτικού υποδείγματος. Το κοινωνικό υπόβαθρο βρίσκεται στη σχέση του σαμουράι με τους νταΐμιο, τους φεουδάρχες άρχοντες της Ιαπωνίας.
Οι Νταΐμιο
Κατά τη μακρά ιστορία του σογκουνάτου Τοκουγκάβα (1616-1867) η Ιαπωνία ήταν χωρισμένη σε φέουδα, τα οποία κυβερνούσαν οι νταΐμιο, φεουδάρχες άρχοντες. Οι νταΐμιο ήταν χωρισμένοι σε δύο ομάδες, ανάλογα με τη σχέση τους με τον Ιεγιάσου Τοκουγκάβα , τον ιδρυτή του τελευταίου μεγάλου φεουδαρχικού οίκου στην Ιαπωνία. Στην πρώτη ομάδα ανήκαν εκείνοι που ήταν σύμμαχοι του Ιεγιάσου, πριν τη μάχη του Σεκιγκαχάρα το 1603. Στην άλλη ομάδα ανήκαν οι εχθροί του και οι ουδέτεροι. Στην πραγματικότητα υπήρχαν τρεις διαφορετικές τάξεις νταΐμιο, οι οποίες διαχωρίζονταν ανάλογα με τη φορολογία που επέβαλλαν στα φέουδά τους και από το αν ήταν κάτοχοι κάποιου κάστρου. Στην πρώτη τάξη ανήκαν οι κοκούσου, επαρχιακοί άρχοντες που τα φέουδά τους παρήγαγαν ρύζι τουλάχιστον 300.000 κόκου. Στη δεύτερη τάξη ανήκαν οι τσόσου, οι ιδιοκτήτες κάστρων με ετήσιο εισόδημα 100.000-300.000 κόκου ρύζι. Στην τρίτη τάξη ανήκαν οι ριόσου, άρχοντες χωρίς κάστρο, με ετήσιο εισόδημα από 10.000-100.000 κόκου. Οι νταΐμιο ήταν άμεσα υπεύθυνοι έναντι του σόγκουν για την τήρηση της πολιτικής της κεντρικής κυβέρνησης. Από αυτή την άποψη, λοιπόν, οι σαμουράι ήταν εκτελεστικά όργανα, που φρόντιζαν για την επιβολή των νόμων, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις αμφισβήτησης των αποφάσεων ή ανυπακοής. Πολύ περισσότερο όταν αυτά τα θέματα είχαν να κάνουν με την ασφάλεια του σογκουνάτου.
Μέσω των σαμουράι οι νταΐμιο είχαν δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στους υπηκόους τους, αλλά ελέγχονταν σε θέματα εθνικού ενδιαφέροντος από τους νόμους των σόγκουν, οι οποίοι είχαν το δικαίωμα να τους αφαιρέσουν τη διακυβέρνηση του φέουδου. Το σογκουνάτο Τοκουγκάβα καθιέρωσε ένα νόμο μέ 13 άρθρα, που ονομαζόταν Μπούκε-Σοχάτο και ρύθμιζε θέματα επισκευής των κάστρων, των εθνικών δρόμων και των γάμων. Στα πρώτα δύο άρθρα προέτρεπε τους σαμουράι να αφιερώνονται στη λογοτεχνία και τα όπλα και να απέχουν απ’ την ακολασία. Τα άρθρα 3-5 κάλυπταν τον τρόπο διακυβέρνησης των φέουδων από τους νταΐμιο. Τα άρθρα 6-8 απαγόρευαν τις συνωμοσίες ή δραστηριότητες του νταΐμιο ενάντια στο σογκουνάτο. Τα άρθρα 9-11 περιέγραφαν το ντύσιμο των διαφορετικών τάξεων, τα οχήματα που έπρεπε να χρησιμοποιούνται και τους κατάλληλους τρόπους για κάθε τάξη. Τα τελευταία δύο άρθρα, 12-13, καλούσαν τους σαμουράι να ζουν με λιτό τρόπο και τους νταΐμιο να τους ανταμείβουν με βάση την αξία τους.
Οι Σόγκουν
Η λέξη σόγκουν προέρχεται από τον τίτλο Σέι-ι-τάι-σόγκουν και χρησιμοποιήθηκε για να προσδιορίσει τους στρατηγούς που στέλνονταν για να υποτάξουν τις καυκάσιες φυλές Αϊνού, που κατοικούσαν στις ανατολικές και βόρειες περιοχές της Χανσού. Το 1192, όταν ο Γιοριτόμο, αρχηγός της φυλής Μινατόμο, καθιερώθηκε ως η μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη στη χώρα, του αποδόθηκε από τον αυτοκράτορα ο τίτλος Σέι-ι-τάι-σόγκουν, προφανώς γιατί ήταν ο ύψιστος στρατιωτικός τίτλος. Η πλησιέστερη ελληνική απόδοση στον όρο θα ήταν πιθανώς αρχιστράτηγος, αλλά για την ιαπωνική πραγματικότητα σήμαινε πως ο Γιοριτόμο ήταν ο στρατιωτικός δικτάτορας της Ιαπωνίας.
Έτσι ο Γιοριτόμο έγινε ο πρώτος σόγκουν της Ιαπωνίας. Μη θέλοντας να παραμείνει στο Κιότο, επειδή το θεωρούσε κοινωνία για ανθρωπάκια, ο Γιοριτόμο επέλεξε την Καμακούρα στη μακρινή ανατολική Χόνσου, για να εγκαταστήσει την κυβέρνησή του, την οποία ονόμαζε μπακούφου, δηλαδή στρατιωτική κυβέρνηση. Ο ίδιος αποσύρθηκε το 1199, για χάρη του γιου του Γορίιε, έτσι ώστε να είναι σίγουρος πως η θέση θα περνούσε στους απογόνους του. Τον Γιορίιε διαδέχθηκε ο νεότερος αδελφός του Σενετόμο, που δολοφονήθηκε το 1219. Ο Σενετόμο ήταν ο τελευταίος της οικογένειας Γιοριτόμο κι έτσι οι Χότζο, τα ισχυρότερα μέλη του μπακούφου στην Καμακούρα, προσκάλεσαν τον Γιοριτσούνε Φουτζιβάρα να αναλάβει τη θέση του σόγκουν. Ούτως ή άλλως η οικογένεια Φουτζιβάρα κυβερνούσε την Ιαπωνία τους προηγούμενους τρεις αιώνες. Ο Γιοριτσούνε αποδέχτηκε την πρόσκληση, αλλά η πραγματική δύναμη βρισκόταν στα χέρια του Γιοσιτόκι Χότζο. Οι απόγονοί του συνέχισαν να είναι ισχυροί ως το 1333, όταν έπεσε το σογκουνάτο Καμακούρα. Το 1333 ο Τακαούτζι Ασικάγκα επαναστάτησε και νίκησε το σογκουνάτο Καμακούρα, το οποίο είχε χάσει τη δύναμή του εξαιτίας των επιδρομών των Μογγόλων το 1274 και το 1281. Ανακηρύχθηκε σόγκουν το 1338 και οι απόγονοί του κυβέρνησαν για τα επόμενα 234 χρόνια, ως το 1573. Ωστόσο, ήδη από το 1500 οι Ασικάγκα σόγκουν, που είχαν εγκαταστήσει την κυβέρνησή τους στο Κιότο, είχαν χάσει τον έλεγχο της χώρας που σπαραζόταν από εμφύλιους πολέμους μεταξύ των διαφορετικών φυλών για τον έλεγχο της εξουσίας. Ο πρώτος ανάμεσα στους επαναστάτες ήταν ο Όντα Νομπουνάγκα (1534-1582), απόγονος της περίφημης φυλής Τάιρα. Μέσα από τις διαρκείς μάχες πρόβαλε ως ανώτατος ηγεμόνας, αλλά δολοφονήθηκε στην ηλικία των 49 ετών. Τον Νομπουνάγκα διαδέχθηκε ο Τογιοτόμι Χιντεγιόσι, ο ικανότερος στρατηγός του, που άπλωσε την επικυριαρχία του σε όλη την Ιαπωνία σε πολύ νεαρή ηλικία. Στις μάχες που ακολούθησαν το θάνατο του Χιντεγιόσι ένας από κύριους συμμάχους του, ο Τοκουγκάβα Ιεγιάσου, πρόβαλε ως νικητής και το 1603 εγκαθίδρυσε το σογκουνάτο Τοκουγκάβα στο Έντο (σημ. Τόκιο). Δεκατέσσερις από τους άμεσους απόγονους του Ιεγιάσου κυβέρνησαν ως σόγκουν ως το έτος 1867. Ο τελευταίος της διαδοχής, ο Γιοσινόμπου, παραιτήθηκε, χάριν της αποκατάστασης της δύναμης του αυτοκράτορα. Τελικά, η ανικανότητα των τελευταίων τεσσάρων Τοκουγκάβα σόγκουν να επιλύσουν τα εξωτερικά προβλήματα της χώρας, οδήγησε στην πτώση της τελευταίας μεγάλης φεουδαρχικής δυναστείας της Ιαπωνίας.
Γυναίκες Σαμουράι
Εν γένει η κοινωνία των σαμουράι ήταν ανδροκρατούμενη, αλλά τα ιστορικά αρχεία αναφέρουν ότι τα θηλυκά μέλη στις πατριές των σαμουράι επεδείκνυαν συχνά μαχητικό πνεύμα, ενώ η φροντίδα τους για θέματα τιμής και καθήκοντος μπορούσε να παραβληθεί με αυτή των ανδρών. Οι γυναίκες εκπαιδεύονταν στις τέχνες της μάχης και με την πάροδο του χρόνου γίνονταν επιδέξιες στη χρήση της ναγκινάτα λόγχης. Ιστορίες για θαρραλέες και αφοσιωμένες σαμουράι γυναίκες αφθονούν στο επικό έργο Χάικε Μονογκατάρι. Κύρια μορφή ανάμεσά τους είναι η Τομόε Γκοζέν, η σύζυγος του Μιναμότο Γιοσινάκα, αλλά στην ίδια περίοδο υπάρχουν και πολλές άλλες ηρωικές σαμουράι γυναίκες, ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνεται η Χότζο Μασάκο, η σύζυγος του Μιναμότο Γιοριτόμο, η οποία μετά το θάνατο του συζύγου της έγινε βουδίστρια μοναχή –μια κοινή μοίρα για τις χήρες των σαμουράι. Η Μασάκο έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πολιτική σκηνή κατά τα πρώτα χρόνια της αντιβασιλείας των Χότζο.
Από τη νέα θέση της ως βουδίστρια μοναχή υποστήριξε με επιτυχημένο τρόπο την ανάδειξη της τάξης των σαμουράι μέσα στο σογκουνάτο. Τούτες οι ιστορίες αντανακλούν τη σχετικά ισχυρή θέση των γυναικών στη σαμουράι κοινωνία εκείνης της εποχής. Οι νόμοι που κυβερνούσαν την αυλή του σόγκουν στις αρχές του 13ου αιώνα, επέτρεπαν ίσα δικαιώματα των γυναικών σε κληρονομικά θέματα και το δικαίωμα της κατοχής και διαχείρισης περιουσίας. Επί πλέον οι γυναίκες των σαμουράι είχαν μεγάλη θέση στη διαχείριση της οικίας τους. Ήταν υπεύθυνες για οικονομικά θέματα, για το υπηρετικό προσωπικό και αναλάμβαναν την υπεράσπιση του οίκου σε καιρό πολέμου. Επίσης, ήταν υπεύθυνες για την ανατροφή των παιδιών τους στις ιδέες των σαμουράι, για την περιφρόνηση του θανάτου και την αδιαμφισβήτητη υπακοή στον άρχοντά τους. Στους αιώνες που ακολούθησαν οι κόρες των οικογενειών έγιναν πιόνια στην αγορά του γάμου. Η ταυτόχρονη επίδραση του Νεοκομφουκιανισμού συνέτεινε στη μείωση της θέσης των γυναικών σαμουράι. Το ιδανικό της ατρόμητης αφιέρωσης αντικαταστάθηκε σταδιακά από την παθητική, ήσυχη υπακοή. Κατά το 17ο αιώνα πολλοί σαμουράι θεωρούσαν πως ενώ οι γυναίκες είναι απαραίτητες για να φέρουν παιδιά, δε θεωρούνταν κατάλληλες για σύντροφοι των πολεμιστών στη μάχη. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη ομοφυλοφιλικών τάσεων ανάμεσα στους πολεμιστές με τη μορφή μυητικής τελετουργίας των πρεσβύτερων προς τους νεότερους (μια παράδοση που ονομάζεται σούντο ).
Παρά την επανειλημμένη απαγόρευση, δεν ήταν λίγοι οι σαμουράι που διατηρούσαν στενές σχέσεις με άνδρες. Το 1687 ο Ιχάρα Σαϊκάκου δημοσίευσε το περίφημο βιβλίο του «Νανσόκου οκαγκάμι», που σημαίνει «Ο Μεγάλος Καθρέπτης της Ανδρικής Αγάπης» και είχε ως θέμα του τις ομοφυλοφιλικές δραστηριότητες ανάμεσα στους σαμουράι. «Η γυναίκα είναι ένα πλάσμα εντελώς ασήμαντο», έγραφε, «αλλά η ειλικρινής παιδεραστική αγάπη είναι η μοναδική αγάπη». Ωστόσο, όλοι περίμεναν από τις γυναίκες να δείχνουν περιφρόνηση στο θάνατο, όταν επρόκειτο για θέματα υπεράσπισης της τιμής του οίκου τους. Η θυσία της τιμής της γυναίκας για χάρη του συζύγου της ήταν κοινό θέμα στο ιαπωνικό δράμα. Η αυταπάρνηση ήταν επιτακτική για τις γυναίκες και παρέμεινε έτσι ακόμα και στα τέλη του 19ου αιώνα, παρά το γεγονός ότι οι δυτικές ιδέες για το θέμα έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλείς.
Γράφοντας το βιβλίο του Μπουσίντο, η ψυχή της Ιαπωνίας, ο Ινάζο Νιτόμπε αφιέρωσε ένα κεφάλαιο στην εκπαίδευση και τη θέση των γυναικών στην κοινωνία των σαμουράι, στο οποίο υπογραμμίζει τον κατώτερο ρόλο τους. Στην ανοδική κλίμακα της υπηρεσίας πρώτη στη βάση στέκει η γυναίκα που θυσιάζει τον εαυτό της για τον άνδρα. Ο άνδρας με τη σειρά του θυσιάζει τον εαυτό του για τον άρχοντα, ώστε να υπακούει τον Ουρανό. Ωστόσο, το μαχητικό πνεύμα των θηλυκών σαμουράι έβρισκε διέξοδο σε αρκετές περιπτώσεις. Η μαχητική τους γενναιότητα φάνηκε ιδιαίτερα κατά την εξέγερση Σατσούμα, το 1877. Οι γυναίκες του Καγκοσίμα πολέμησαν ενάντια στον αυτοκρατορικό στρατό. Το 1868 οι μάχες ανάμεσα στους υποστηρικτές του σογκουνάτου και τους υποστηρικτές της αυτοκρατορικής παλινόρθωσης έδωσαν άλλο ένα παράδειγμα της γυναικείας μαχητικότητας. Οι σαμουράι της πατριάς Αϊζού, υποστηρικτές του σογκουνάτου, έμειναν να υπερασπιστούν το φρούριό τους στο Κάστρο Γακαμάτσου. Περικυκλωμένοι από ένα στρατό 20.000 ανδρών οι 3.000 Αϊζού κινητοποίησαν οποιονδήποτε μπορούσε να χρησιμοποιήσει όπλο. Μια ομάδα 20 γυναικών σχημάτισε μια μονάδα που πολεμούσε στην πρώτη γραμμή. Η Νακάνο Τακέκο, πολύ καλά εκπαιδευμένη στη χρήση του ναγκινάτα, φέρεται ότι όρμησε κατά τη διάρκεια της μάχης στις εχθρικές γραμμές και πετσόκοψε αρκετούς άνδρες, πριν την πυροβολήσουν στο στήθος. Για να αποφύγει την ατίμωση της αιχμαλωσίας, είπε στην αδελφή της Γιούκο να την αποκεφαλίσει και να πάρει το κεφάλι της σπίτι. Προς τιμήν της χτίστηκε μνημείο στο ναό Χοκάι, στο Αϊζού Μπανγκεμάτσι, της επαρχίας Φουκισίμα.
Σεπούκου, η τελετουργική αυτοκτονία
Η λέξη σεπούκου αντιπροσωπεύει τον τυπικό όρο της ιαπωνικής γλώσσας για την τελετουργική αυτοκτονία (χάρα-κίρι είναι ο κοινώς χρησιμοποιούμενος όρος). Πρόκειται για μια ιδιαίτερα οδυνηρή μέθοδο αυτοθανάτωσης, αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την ιστορία της φεουδαρχικής Ιαπωνίας (1192-1868). Είναι ένα κομμάτι του κώδικα μπουσίντο και της μαθητείας της πολεμικής τάξης των σαμουράι. Ωστόσο, πριν την εμφάνιση των σαμουράι ως οργανωμένη κοινωνική κάστα και επαγγελματική πολεμική τάξη, ήταν μια πράξη εντελώς ξένη προς τη νοοτροπία και τα πιστεύω των Ιαπώνων. Η μελέτη της πρώιμης ιστορίας της Ιαπωνίας αποκαλύπτει πως οι Ιάπωνες ενδιαφέρονταν περισσότερο για την καλή ζωή, παρά για τον οδυνηρό θάνατο.
Μετά από την εισαγωγή του Βουδισμού στην Ιαπωνία και τις θεωρήσεις για τη μεταβατική φύση της ζωής, κατέστη δυνατή η ανάπτυξη και εδραίωση της τελετουργικής αυτοκτονίας. Ωστόσο, τούτη η θεώρηση αποκαλύπτει και μια διαστρεβλωμένη αντίληψη των βουδιστικών πεποιθήσεων, οι οποίες μάλλον βλέπουν τη ζωή ως ευκαιρία ρύθμισης του παγκόσμιου νόμου του κάρμα για την ατομική ύπαρξη και όχι ως αμελητέα ποσότητα που υποκύπτει στις δυνάμεις της αυτοκαταστροφής εν ονόματι οποιουδήποτε ηθικού κώδικα. Οι σαμουράι λάμβαναν την εντολή να τελέσουν σεπούκου είτε για να τιμωρηθούν ή για να μην υποστούν ατιμωτικό θάνατο πέφτοντας στα χέρια του εχθρού τους. Συνεπώς, για αυτούς η τελετουργική αυτοκτονία ήταν αναμφισβήτητη επίδειξη τιμής, θάρρους, αφοσίωσης και ηθικού χαρακτήρα. Βέβαια, όταν βρίσκονταν στο πεδίο της μάχης, τελούσαν χάρα-κίρι γρήγορα, δίχως ιδιαίτερες προετοιμασίες, για να μην τους προλάβει ο εχθρός. Σε άλλες περιπτώσεις, όμως, ιδιαίτερα όταν έδινε την εντολή κάποιος φεουδάρχης άρχοντας ή ο ίδιος ο σόγκουν, το σεπούκου ήταν τελετουργική διαδικασία που απαιτούσε την παρουσία μαρτύρων και αρκετή προετοιμασία. Όμως, δεν πίστευαν όλοι οι σαμουράι στην τελετουργική αυτοκτονία, ακόμα κι αν πολλοί από αυτούς ακολουθούσαν το έθιμο.
Ο μεγάλος Ιεγιάσου Τοκουγκάβα, ο ιδρυτής της τελευταίας μεγάλης δυναστείας της Ιαπωνίας το 1603 προχώρησε στην έκδοση διατάγματος που απαγόρευε το σεπούκου σε όλες τις τάξεις των ακολούθων. Το έθιμο ήταν τόσο βαθιά εντυπωμένο, όμως, που συνέχισε παρά τις απαγορεύσεις. Έτσι, επί του Άρχοντα Νομπουτσούνα Ματσουντάιρα του Ίζου, η κυβέρνηση του σογκουνάτου εξέδωσε ένα αυστηρότερο διάταγμα που απαγόρευε την τελετουργική αυτοκτονία. Τούτο το διάταγμα ακολουθείτο από αυστηρή τιμωρία για οποιονδήποτε άρχοντα επέτρεπε στους ακόλουθους του να τελέσουν σεπούκου.
Ο σαμουράι αγαπούσε περισσότερο την τιμή παρά τη ζωή και σε πολλές περιπτώσεις η αυτοθανάτωση θεωρείτο όχι απλώς ορθή, αλλά ο μοναδικός ορθός δρόμος για την αποφυγή της ήττας και της ατίμωσης. Υπάρχουν μάλιστα περιπτώσεις στις οποίες οι σαμουράι ακόλουθοι ενός νταΐμιο έδειχναν τη θλίψη τους για το θάνατο του άρχοντα τελώντας σεπούκου. Το ίδιο έκαναν, όταν ήθελαν να διαμαρτυρηθούν για κάποια αδικία ή όταν επιθυμούσαν να πιέσουν τον κύριό τους να ξανασκεφτεί μια ανάξια πράξη του. Η τελετουργία του αποκεφαλισμού έπρεπε να τελεστεί ήρεμα και χωρίς δείλιασμα. Αν καταδικαζόταν ο σαμουράι σε θάνατο, ήταν προνόμιό του να εκτελεί την ποινή για τον εαυτό του, παρά να ατιμωθεί, πεθαίνοντας στα χέρια του δημόσιου δήμιου. Σημαντική ήταν, επίσης, η τοποθεσία στην οποία ετελείτο η τελετουργία. Αρκετά συχνά γινόταν μέσα σε ναό –όχι όμως σε σιντοϊστικό ιερό– σε κήπους επαύλεων και στο εσωτερικό οικιών. Ακόμα και το μέγεθος της διαθέσιμης έκτασης ήταν σημαντικό σε τέτοιες περιπτώσεις για τους σαμουράι υψηλής τάξης. Όλα τα ζητήματα που σχετίζονταν με την πράξη ετοιμάζονταν προσεκτικά και με τον λεπτομερέστερο τρόπο.
Ο σημαντικότερος συμμέτοχος στην πράξη, εκτός από το θύμα, ήταν ο καϊσάκου ή βοηθός. Ήταν υπεύθυνος για το κόψιμο της κεφαλής του θύματος από τη στιγμή που βύθιζε το μαχαίρι στην κοιλιά του. Ο μάρτυρας της πράξης ήταν ένας στενός φίλος ή συγγενής του καταδικασμένου. Αν και η αυτοκτονία αποδοκιμάζεται στην Ιαπωνία σήμερα, εντούτοις δεν έχει τη χροιά του αμαρτήματος, όπως στη Δύση. Υπάρχουν και στην εποχή μας άνθρωποι που αυτοκτονούν για την αποτυχία της επιχείρησής τους, την εμπλοκή σε ερωτικά σκάνδαλα ή γιατί απέτυχαν στις εξετάσεις του σχολείου τους. Όλα αυτά είναι δείγμα πως για κάποιους ο θάνατος θεωρείται ακόμη καλύτερος από την ατίμωση.
Σαμουράι και Όπλα
Η Ιαπωνία, όπως και η Κίνα σε αρχαιότερους χρόνους, έχει να επιδείξει μεγάλη τεχνογνωσία στην παραδοσιακή οπλουργία. Είναι εκπληκτική μάλιστα η επινοητικότητα στην κατασκευή και τη χρήση εξειδικευμένου οπλισμού εκ του μη όντος, καθώς είναι γνωστό πως το υπέδαφος των ιαπωνικών νήσων είναι ιδιαίτερα φτωχό σε μεταλλεύματα, έτσι ώστε –ακόμα και σήμερα– η χώρα να εξαρτάται από τις εισαγωγές πρώτων υλών. Αναμφίβολα, το πλέον εντυπωσιακό όπλο είναι το ξίφος κατάνα. Δεν είναι απλώς όπλο, αλλά η ψυχή του πολεμιστή. Όσο πιο όμορφο είναι, τόσο πιο κοφτερή και η λεπίδα του. Άλλωστε η ομορφιά του βρίσκεται ακριβώς εκεί, στην κόψη και την κατασκευή της λεπίδας. Ακολουθεί το γουακιζάσι, λίγο κοντύτερο από το κατάνα, που χρησιμοποιόταν στους εσωτερικούς χώρους, καθώς το κατάνα σε τέτοιες περιπτώσεις θεωρείτο δυσκίνητο. Μικρότερο ακόμα είναι το τάντο, κατασκευασμένο από το ίδιο ατσάλι που χρησιμοποιόταν για το κατάνα και αντικαθιστούσε ενίοτε το γουακιζάσι. Τα ιαπωνικά ξίφη έπαιξαν ιδιαίτερο ρόλο στην ιαπωνική ιστορία, ενώ παρουσιάζονται ακόμη και σε μυθολογικά θέματα.
Η θεά του Ήλιου, η Αματεράσου Ομικάμι, λέγεται πως έδωσε στον εγγονό της Νινίγκι Μικότο ένα ξίφος, με το οποίο θα εδραίωνε τη βασιλεία του πάνω στη γη. Οι αρχαίοι Ιάπωνες πολεμιστές θεωρούσαν πως τα ξίφη τους είχαν ζωή και θαυματουργές δυνάμεις από μόνα τους. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας αντίληψης ήταν η ανάπτυξη ενός περίπλοκου και εκλεπτυσμένου κώδικα για την κατασκευή και το χειρισμό του ξίφους στη μάχη. Οι πολεμιστές που ηττούντο στη μάχη, προσεύχονταν στα ιερά του πολεμικού θεού Χακίμαν ρωτώντας γιατί το ξίφος τους έχασε το πνεύμα του. Όπως είναι φυσικό λοιπόν, είναι πολλές οι ιστορίες τόσο για τις πνευματικές δυνάμεις του ξίφους, όσο και για την αιχμηρότητα της κόψης της λεπίδας του. Μία από αυτές τις ιστορίες μιλά για δυο διάσημους τεχνίτες, τον Μουραμάσα και τον Μασούμε, που θεωρούνταν ίσοι στην επιδεξιότητα της κατασκευής του ξίφους. Κάποτε αποφάσισαν να διαγωνιστούν, για να δουν ποιος μπορούσε να φτιάξει το καλύτερο ξίφος. Για να δοκιμάσει το ξίφος, ο Μουρασάμα κράτησε τη λεπίδα του κόντρα στο ρεύμα ενός γοργού ρυακιού. Όσα από τα φυλλαράκια που παρέσυρε το ρεύμα έπεφταν πάνω στην κόψη του ξίφους σχίζονταν στα δύο. Όταν ο Μασούμε έβαλε το ξίφος του στο ρυάκι για την ίδια δοκιμή, τα φύλλα που επέπλεαν απέφευγαν την κόψη του. Η λεπίδα που κατασκεύασε θεωρήθηκε ανώτερη, γιατί κατείχε πνευματικές δυνάμεις. Εξαιτίας της σπουδαιότητας του ξίφους και της μυστικιστικής σημασίας που του αποδιδόταν, οι κατασκευαστές του ήταν τιμώμενη τάξη και προσέγγιζαν το έργο του με μεγάλη ιεροπρέπεια. Πιστευόταν πως μόνον εκείνοι που είχαν την αγνότερη καρδιά και τα υψηλότερα ηθικά κριτήρια μπορούσαν να γίνουν πραγματικοί κυρίαρχοι της τέχνης. Πριν σφυρηλατήσουν τις λεπίδες, οι τεχνίτες νήστευαν και εξαγνίζονταν τελετουργικά. Κατόπιν δούλευαν πάνω στα αμόνια τους με λευκούς –ιερατικούς σχεδόν– μανδύες.
Σίγουρα οι προσπάθειές τους ανταμείφθηκαν. Σχεδόν από τις αρχές του 13ου αιώνα τα ιαπωνικά ξίφη αναγνωρίζονταν ως τα καλύτερα του κόσμου. Μόνον η επιστημονική μεταλλουργία του 19ου αιώνα μπόρεσε να κατασκευάσει ατσάλι που θα ανταγωνιζόταν σε ποιότητα εκείνο των Ιαπώνων τεχνιτών, μετά από 600 χρόνια. Για να παράγουν τις κοφτερές λεπίδες τους οι Ιάπωνες μεταλλουργοί έπρεπε να ξεπεράσουν ένα πρόβλημα που απασχόλησε όλους τους οπλουργούς του κόσμου από τις πρώτες φάσεις της ιστορίας. Είχαν τη δυνατότητα να κατασκευάσουν ατσάλι τόσο σκληρό, έτσι ώστε να μπορεί να έχει σκληρή κόψη. Όμως, το πολύ σκληρό ατσάλι ήταν ταυτόχρονα εύθραυστο κι έτσι έσπαζε, όταν συναντούσε την αντίσταση ενός άλλου ξίφους ή κάποιου αντικειμένου. Είχαν επίσης τη δυνατότητα να παράγουν μαλακό ατσάλι, με διαφορετικά όρια θραύσης. Όμως, το μαλακό ατσάλι γρήγορα θα στόμωνε στη μάχη και δε θα μπορούσε να διαπεράσει την πανοπλία ή να κόψει με τον τρόπο που περιμένει κανείς από ένα καλό ξίφος.
Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισαν οι μεταλλουργοί εκείνης της εποχής το πρόβλημα ήταν εκπληκτικός. Σφυρηλατούσαν μαζί διαφορετικά στρώματα ατσαλιού διαφορετικής σκληρότητας, ενώνοντάς τα σε ένα είδος μεταλλικού «σάντουιτς». Τούτο το «σάντουιτς» ξαναθερμαινόταν, αναδιπλωνόταν κι εσφυρηλατείτο απ' την αρχή. Στο τέλος της επεξεργασίας η λεπίδα περιείχε χιλιάδες λεπτά στρώματα μαλακού και σκληρού ατσαλιού με πάχος μικρότερο από εκείνο του χαρτιού. Όταν διαμορφωνόταν η κόψη, το σκληρό μέταλλο απ' έξω άντεχε το στόμωμα, ενώ το μαλακό μέταλλο από μέσα εμπόδιζε τη θραύση του ξίφους. Ωστόσο, για να παράγουν τις καλύτερες λεπίδες τους, αυτές που αναζητούν σήμερα οι συλλέκτες σε όλο τον κόσμο, οι μεταλλουργοί χρησιμοποιούσαν μια πιο περίπλοκη διαδικασία. Για τον πυρήνα του ξίφους χρησιμοποιούσαν ένα συγκριτικά μαλακό μέταλλο σε επιστρώσεις λεπτών φύλλων, έτσι ώστε να αντέχει στη θραύση. Το εξωτερικό, όμως, τμήμα του και η κόψη ήταν κατασκευασμένη από ατσάλι με διαφορετικούς βαθμούς σκληρότητας διαμορφωμένο σε επιστρωματώσεις που είχαν αναδιπλωθεί και σφυρηλατηθεί 20 φορές ή περισσότερο με 1.000.000 ή περισσότερα χτυπήματα σφυρηλάτησης! Αυτή η εξωτερική επικάλυψη γινόταν ακόμη σκληρότερη με τη θέρμανση και την απότομη ψύξη της λεπίδας στο νερό. Στο τελικό στάδιο ο μεταλλουργός κάλυπτε όλη τη λεπίδα με πυκνό στρώμα κολλώδους υλικού, κυρίως πηλού. Το μόνο σημείο που έμενε εκτεθειμένο ήταν η κόψη. Κατόπιν θέρμαινε τη λεπίδα ως το σημείο της λευκοπύρωσης. Έλεγχε το χρώμα που παρήγαγε το πυρωμένο μέταλλο και για αυτό η όλη διαδικασία γινόταν σε σκοτεινό δωμάτιο. Κατόπιν ακολουθούσε η ανάλογη προσευχή και το ξίφος βυθιζόταν στο νερό. Η εκτεθειμένη κόψη πάγωνε απότομα, σκληραίνοντας ακόμη περισσότερο. Η υπόλοιπη λεπίδα κρύωνε σιγά-σιγά. Έτσι, περίπου 5 χιλιοστά της κόψης ήταν καμωμένα από μέταλλο τόσο σκληρό, που κρατούσε την ξυραφένια κόψη του, παρά την επανειλημμένη χρήση του στη μάχη.
Τέτοια ξίφη ακόμη κατασκευάζονται στην Ιαπωνία σήμερα. Η Japan Sword Company στο Τόκιο διατηρεί τις αρχαίες τεχνικές και τα σιντοϊστικά τυπικά των πρώτων μεταλλουργών, για να κατασκευάσει τις λεπίδες της. Το γιουμί, το ιαπωνικό τόξο, ήταν άλλο ένα όπλο που έχαιρε μεγάλου σεβασμού από τους πολεμιστές και χρησιμοποιείτο έως το 1530 περίπου ως κύριο όπλο στο πεδίο της μάχης. Το τυπικό ιαπωνικό τόξο έχει μήκος 2,3 μ και είναι καμωμένο από μπαμπού και φτερά πτηνού. Το μπαμπού είναι το καλύτερο υλικό στο φυτικό βασίλειο για την κατασκευή των τόξων. Η χορδή ήταν κατασκευασμένη από μεταξωτή κλωστή εμβαπτισμένη σε ρητίνη πεύκου. Αν και κατώτερο σε κατασκευή από τα σημερινά αθλητικά τόξα ως προς την ακρίβεια και τη δύναμη διείσδυσης του βέλους, εντούτοις στα χέρια των εκπαιδευμένων σαμουράι ήταν θανατηφόρα όπλα. Το τόξο εγκαταλείφθηκε σχεδόν ολοσχερώς μετά την εισαγωγή του μουσκέτου στην Ιαπωνία από την Ευρώπη, το 17ο αιώνα. Το γιαρί, η ιαπωνική λόγχη, δε διέφερε και πολύ από τις λόγχες που χρησιμοποιούνταν σε άλλες χώρες. Ήταν το κύριο όπλο των πολεμιστών κατά τη διάρκεια της περιόδου του Εμφυλίου Πολέμου. Το ναγκινάτα, αντίθετα, ένα ραβδί με κυρτή λεπίδα στο ένα άκρο του, είναι ένα όπλο με πλούσια παράδοση και ιστορία, καθώς χρησιμοποιείται από την περίοδο Νάρα ως σήμερα. Αρχικά χρησιμοποιόταν από τους πολεμιστές, αλλά αργότερα έγινε το ιδιαίτερο όπλο των Σοχέι ή βουδιστών μοναχών, καθώς και των γυναικών.
Άλλο όπλο που χρησιμοποιόταν από τους σαμουράι, και από τη φεουδαρχική αστυνομία, ήταν το τζουτέ, ιδιαίτερα χρήσιμο για να ανακόπτει την κατερχόμενη λεπίδα. Ο οπλισμός του σαμουράι ολοκληρώνεται με την πανοπλία του. Εδώ διακρίνονται πολλοί τύποι πανοπλίας, από τον αρχαϊκό Ο-Γιορόι τύπο ως τον Τοσέι-Γκουσόκου τύπο του 16ου αιώνα και τον θωρακισμένο για τα μουσκέτα τύπο Γιοκινοσίτα-ντο. Στη διάρκεια της εξέλιξής τους οι πανοπλίες, εξαιτίας του υψηλού κόστους κατασκευής τους, στοίχιζαν ακριβά στο αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο. Πολύ περισσότερο μάλιστα, όταν τα μέταλλα που χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή τους διαβρώνονταν σχετικά γρήγορα. Έτσι, ένα μεγάλο τμήμα τους αντικαταστάθηκε με δέρμα, το οποίο υφίστατο την κατάλληλη επεξεργασία. Ωστόσο, σε αυτές τις εντυπωσιακές πανοπλίες υπήρχαν συχνά αδύνατα σημεία, ιδιαίτερα στα σημεία ένωσης του βραχίονα και του στήθους, στο στομάχι και τη ράχη. Σε αυτά τα αδύνατα σημεία ο σαμουράι αντιπαρέβαλλε το θάρρος και την ικανότητά του στο χειρισμό του ξίφους, πολύ συχνά και τη φοβία που προκαλούσε στον αντίπαλο με τα αστραφτερά του χρώματα και τα κέρατα του κράνους του. Όμως, εκτός από μέσο προστασίας το κράνος ήταν και ένδειξη κοινωνικής θέσης και ικανότητας. Οι Ιάπωνες πολέμαρχοι ήθελαν να γνωρίζει ο αντίπαλός τους με ποιον έχει να κάνει. Τα πρώτα κράνη ήταν καμωμένα από πριτσινωμένα σφηνοειδή ελάσματα και ονομάζονταν χάτσι. Μολονότι ήταν λειτουργικά, αντικαταστάθηκαν γρήγορα από ένα πιο αποτελεσματικό κράνος, το ζουμάρι μπάτσι, το οποίο αποτελείτο από τρεις δίσκους κατάλληλα διαμορφωμένους. Η εισαγωγή του ζουμάρι μπάτσι άνοιξε το δρόμο για το καβάρι κάμπουτο, με το μοναδικό του στυλ και τα περίεργα στολίσματα ως έκφραση κοινωνικής θέσης και πλούτου.
Η ενδυμασία του Σαμουράι
Το βασικό στοιχείο ενδυμασίας για τους σαμουράι ήταν το κιμονό, το οποίο για τους άνδρες αποτελείτο συνήθως από ένα εξωτερικό και ένα εσωτερικό ένδυμα. Τα βαρύτερα κιμονό φοριούνταν το χειμώνα, ενώ τα ελαφρύτερα, καμωμένα από μετάξι για παράδειγμα, φοριούνταν το καλοκαίρι. Στην πραγματικότητα υπήρχε συγκεκριμένη ημέρα κατά την οποία τα χειμερινά κιμονό άλλαζαν με τα αντίστοιχα καλοκαιρινά. Παραδοσιακά τούτο συνέβαινε την 1η ημέρα του τέταρτου μήνα (περίπου την πρώτη εβδομάδα του Μαΐου). Το κιμονό ενός σαμουράι κανονικά ήταν φτιαγμένο από μετάξι, ένα υλικό που θεωρείται ανώτερο από το βαμβάκι και την κάνναβη όχι μόνο για την αίσθηση και την εμφάνισή του, αλλά και για τη σχετική δροσιά που προσφέρει το καυτό ιαπωνικό καλοκαίρι. Φυσικά, η ποιότητα ενός κιμονό που μπορούσε να φορέσει κάποιος εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τη θέση και το εισόδημά του. Ωστόσο, πριν από την περίοδο Έντο δεν υπήρχαν συγκεκριμένοι κανόνας επί του θέματος. Το Χότζο Σουν, για παράδειγμα, αγγίζει το θέμα της ενδυμασίας στα 21 άρθρα του κάτω από μια διαφορετική και περισσότερο πνευματική σκοπιά: «Μη σκέφτεστε ότι τα ξίφη σας και η ενδυμασία σας πρέπει να είναι τόσο καλή όσο εκείνη άλλων ανθρώπων. Να είστε ικανοποιημένοι αν δε φαίνονται φοβερά. Μόλις αρχίσετε να αποκτάτε αυτό που δεν έχετε και γίνετε ακόμα φτωχότεροι, τότε θα γίνετε περίγελος».
Με βάση τον παραπάνω κανόνα μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί τα εξαιρετικά φωτεινά χρώματα και τα εξωτικά σχέδια αποφεύγονταν χαρακτηριστικά ως επίδειξη απρέπειας ή και αλαζονείας ακόμα. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι γυναίκες των οικογενειών σαμουράι ντύνονταν με κιμονό ανάλογα του βαθμού και της θέσης του συζύγου τους. Οι πρεσβύτεροι σαμουράι φορούσαν συνήθως γκρίζα ή καφετιά ενδύματα, που τόνιζαν την αξιοπρέπεια της ηλικίας τους. Κάτω από το κιμονό φοριόταν το φουντόσι. Ήταν ουσιαστικά ένα περικάλυμμα που, ελλείψει καλύτερης περιγραφής, μπορούμε να πούμε ότι έμοιαζε με πάνα. Ένας άλλος τύπος (που φοριόταν συχνότερα κάτω από την πανοπλία), ήταν ένα μακρύ κομμάτι υλικού που ξεκινούσε από το εμπρόσθιο τμήμα του σώματος και ήταν στερεωμένο σε ένα βρόγχο γύρω από το λαιμό. Αγκάλιαζε το σώμα και ερχόταν να καταλήξει πίσω στη μέση, όπου δενόταν με σκοινί.
Οι σαμουράι φορούσαν επίσης κάλτσες, τάμπι, στις οποίες το μεγάλο δάχτυλο ήταν ραμμένο ξέχωρα από τα άλλα δάχτυλα, για να διευκολύνεται το φόρεμα των σανδαλιών. Τα υποδήματα των Σαμουράι ήταν γενικά τα σανδάλια (γαράτζι) και τα ξύλινα γκέτα. Τα σανδάλια κατασκευάζονταν από διάφορα υλικά, ανάμεσα στα οποία συμπεριλαμβάνεται το άχυρο, η κάνναβη και το βαμβακερό νήμα. Τα γκέτα συνδέθηκαν γενικά με τις κατώτερες τάξεις. Οι γκέισες, για παράδειγμα, και οι ηθοποιοί καμπούκι απεικονίζονται συχνά να φορούν γκέτα, αν και οι σαμουράι τα φορούσαν κατά διαστήματα. Στην ιστορία της Χάικε αναφέρεται ότι ο ισχυρός Τάιρα Κιγιομόρι φορούσε ξυλοπέδιλα, αν και είναι πιθανό αυτού του είδους η πληροφορία να προστέθηκε από τους ανταγωνιστές του. Οι μπότες από δέρμα αρκούδας ήταν δημοφιλείς, ειδικά όταν συνδυάζονταν με εξοπλισμό, αλλά ήδη από τον 16ο αιώνα θεωρούνταν αρχαϊκές. Για τις βροχερές ημέρες οι σαμουράι, όπως και όλοι οι άλλοι, φορούσαν αδιάβροχα καμωμένα από άχυρο (κάπα) και χρησιμοποιούσαν ομπρέλες που έμοιαζαν μάλλον σαν βικτοριανά παρασόλια.
Μεταξύ του 12ου και του 17ου αιώνα, έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές το χιτατάρε. Αντίθετα από το κοινό κιμονό, το χιτατάρε αποτελείτο από δύο κομμάτια αρκετά ευρύχωρα για να ευνοούν μια αρκετά μεγάλη γκάμα κινήσεων του σώματος. Όπως και με το τυποποιημένο κιμονό, τα ξίφη των σαμουράι θηκάρωναν σε μια ζώνη (όμπι) που τυλιγόταν γύρω από τη μέση και δενόταν μπροστά. Από το χιτατάρε επιτρεπόταν να φορεθεί και μόνο το κάτω μισό. Το πάνω μισό κρεμιόταν στη μέση, σε περιπτώσεις τοξοβολίας ή άλλων τέτοιων δραστηριοτήτων (με άλλα λόγια, για πολεμικούς σκοπούς). Κατά την περίοδο Έντο το χιτατάρε έδωσε τη θέση του στο καμισίμο. Το καμισίμο αποτελείται επίσης από δύο κομμάτια και είναι πιθανώς το γνωστότερο ένδυμα των σαμουράι. Το πάνω μισό ονομαζόταν καταγκίνου και ήταν ουσιαστικά ένα αμάνικο σακάκι. Εναλλακτικά, φοριόταν από πάνω το χαορί, ένα μακρύ ένδυμα που χρησιμοποιόταν για τα ταξίδια και τις κακοκαιρίες. Το κάτω μισό ήταν το διάσημο χακάμα, που τόσο έχει απασχολήσει τους διάφορους ερευνητές στο διαδίκτυο, ένα φαρδύ παντελόνι, πρακτικότατο για τις κινήσεις της μάχης.
Τα μαλλιά των σαμουράι ήταν ένα σημαντικό τμήμα της εμφάνισής τους, και οι περισσότεροι κώδικες των σαμουράι αναφέρονται στη σημασία της περιποιημένης εμφάνισής τους. Η παραδοσιακή κόμμωση για περισσότερο από 1000 χρόνια ήταν η κοτσίδα στην κορυφή του κεφαλιού. Σχεδόν όλοι, με εξαίρεση τους βουδιστές ιερείς, χρησιμοποιούσαν αυτό το στυλ, καθιστώντας την έρευνα για τη γένεση αυτού του ύφους σχεδόν αδύνατη. Υπάρχουν αναφορές για τη χρήση της κοτσίδας στην κορυφή του κεφαλιού στην αρχαία Κίνα και είναι πιθανώς μια από τις πολλές πολιτισμικές εισαγωγές των περιόδων Νάρα και Χεϊάν. Το ύφος του ξυρίσματος του εμπρόσθιου τμήματος της κεφαλής αναπτύχθηκε, υποθετικά, για την άνετη χρήση του κράνους. Κατά τις πρώιμες φάσεις της περιόδου Έντο έγινε απλώς μόδα που την ακολουθούσαν και οι άλλες κοινωνικές τάξεις. Όσο για το μουστάκι και τα γένια, ήταν για μεγάλο χρονικό διάστημα στοιχεία επίδειξης ανδρισμού. Ιδιαίτερα το μουστάκι τιμούσαν οι στρατηγοί. Στα μέσα της περιόδου Έντο οι γενειάδες έχασαν τη δημοτικότητά τους και ως σήμερα δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς ανάμεσα στους Ιάπωνες.
Τέχνη και Σαμουράι
Ενώ η ουσία της ζωής ενός Σαμουράι ήταν η απόκτηση δεξιοτήτων στην τέχνη του πολέμου και την άσκηση του κώδικα Μπουσίντο, σε περιόδους ειρήνης καλλιέργησε ειρηνικότερες αναζητήσεις. Όπως συμβουλεύει ο Νταϊντότζι Γιουζάν στο Μπούντο Σοσινσού (17ος αιώνας): «Αν και το Μπουσίντο υπονοεί καταρχήν τις ιδιότητες της δύναμης, η πραγματική δύναμη δεν μπορεί να αναπτυχθεί με μονομέρεια». Στο πέρασμα των αιώνων αρκετοί σαμουράι έγιναν ολοκληρωμένοι ποιητές. Ο Μιναμότο Σανετόμο (1192-1219), ο τρίτος σόγκουν της πατριάς Καμακούρα, δημοσίευσε μια ανθολογία των ποιημάτων του, το Κινκαϊσού. Ο Τάιρα Ταντανόρι (1144-1184), ο νεότερος γιος του Τάιρα Κιγιομόρι, επίσης απέκτησε μεγάλη φήμη ως ποιητής. Ακόμη και κατά τη διάρκεια μακρόχρονων εκστρατειών οι σαμουράι εύρισκαν το χρόνο να αναπτύσσουν τις καλλιτεχνικές τους δεξιότητες. Ο Ντάτε Μασαμούνε (1565-1636), νταΐμιο του Σεντάι στη βόρεια Χόνσου, έγινε γνωστός ως «μονόφθαλμος δράκος» όταν πληγώθηκε στη μάχη. Πέταξε μακριά το πληγωμένο μάτι που κρέμασε κάτω από το μάγουλό του, για να μπορεί να βλέπει καθαρότερα έναν εχθρό κατά τη διάρκεια της μάχης. Θα υπόθέσουμε, λοιπόν, ότι ένα τέτοιο άτομο δεν είχε χρόνο για ποίηση. Ωστόσο, αντικρίζοντας την ομορφιά του Φούτζι ο Μασαμούνε παρακινήθηκε να γράψει τους παρακάτω στίχους:
Κάθε που βλέπω το Φούτζι
Μου φαίνεται αλλιώτικο
Νιώθω σαν να το βλέπω Πάντα
για πρώτη φορά.
Ενώ η ποίηση, η καλλιγραφία και η λογοτεχνία προσέλκυσαν τους σαμουράι, ίσως ο δημοφιλέστερος τρόπος καλλιτεχνικής έκφρασης ήταν η τέχνη Τσα νο Γιου, ή η τελετή του τσαγιού. Προερχόμενη από τα τελετουργικά που ακολουθήθηκαν στους κινεζικούς βουδιστικούς ναούς, η τελετή του τσαγιού εισήχθηκε στην Ιαπωνία από τους μοναχούς Εϊζάι (1141-1215) και Ντάι-Ο (1236-1308). Ως τέχνη εμπνευσμένη από το Ζεν, το Τσα νο Γιού ανέπτυξε μια αίσθηση της φυσικής απλότητας, μια άμεση εμπειρία της πραγματικότητας, απαλλαγμένη από τις διανοητικές διεργασίες.
Ο διδάσκαλος του Ζεν, Τακουάν Σόχο, (1573-1645, περιέγραψε τις ιδανικές συνθήκες για την τελετή του τσαγιού: «Διαμορφώστε ένα μικρό χώρο σε ένα άλσος μπαμπού ή κάτω από τα δέντρα, τριγυρισμένο από ρυάκια, από βράχια και δέντρα και θάμνους. Σε αυτό το χώρο μπορούμε να απολαύσουμε τα ρυάκια και τα βράχια, όπως κάνουμε με τα ποτάμια και τα βουνά στην άπλα της φύσης. Εδώ θα ακούσουμε το νερό να βράζει και θα μας θυμίζει το αεράκι που περνά μέσα από τις πευκοβελόνες. Εδώ απομακρύνονται οι εγκόσμιες θλίψεις και ανησυχίες, και καθώς χύνουμε το νερό του δοχείου, έτσι σκορπίζεται μακριά η σκόνη του νου. Αυτός είναι αληθινά ο κόσμος των αναχωρητών και των αγίων επί της γης».
Οι μεγάλοι πολέμαρχοι, ο Όντα Νομπουνάγκα και ο Τογιοτόμι Χιντεγιόσι, ήταν και οι δύο ενθουσιώδεις προστάτες της τελετής του τσαγιού. ο Χιντεγιόσι μάλιστα ενθουσιάστηκε τόσο από το τελετουργικό, ώστε το 1587 οργάνωσε μια μεγάλη δημόσια εκδήλωση, ανοικτή για όποιον ενδιαφερόταν για την τέχνη Τσα νο Γιού. Την πρώτη μέρα μόνο οι διδάσκαλοι του τσαγιού εξυπηρέτησαν πάνω από 800 φιλοξενουμένους. Ωστόσο, για πολλούς σαμουράι, η τελετή του τσαγιού ήταν απλά ένα άλλο μέσο επίδειξης πλούτου και ευημερίας και κατέβαλλαν τεράστια ποσά για την αγορά αγγειοπλαστικών ειδών, μπαμπού και μετάλλων που χρησιμοποιούνταν στην τελετή.